- Τσεχοσλοβάκος
- ο , Τσεχοσλοβάκοςα η житель, -ница Чехословакии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τσεχοσλοβάκος — ο, θηλ. Τσεχοσλοβάκα, Ν 1. αυτός που κατάγεται από την πρώην Τσεχοσλοβακία 2. κάτοικος τής πρώην Τσεχοσλοβακίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Czechoslovak < Czech + Slovak] … Dictionary of Greek
Σμέτανο, Μπέντριχ — (Smetana). Τσεχοσλοβάκος συνθέτης (Λιτομίσλ 1824 Πράγα 1884). Αυτοδίδακτος, συμπλήρωσε τις μουσικές σπουδές του στην Πράγα. Λίγο πάνω από είκοσι ετών προσχώρησε στα νέα μουσικά ρεύματα και ακολούθησε το κλίμα που είχαν δημιουργήσει ο Μπερλιόζ και … Dictionary of Greek
τσεχοσλοβακικός — ή, ό και τσεχοσλοβάκικος, η, ο, Ν [Τσεχοσλοβάκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρώην Τσεχοσλοβακία ή στους Τσεχοσλοβάκους … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Σκούπα, Γιόζεφ — (Skupa). Τσεχοσλοβάκος ηθοποιός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος κουκλοθέατρου (1892 1957). Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1916 ως σκηνογράφος στο θέατρο μαριονέτας του Πίλσεν. Το 1930 οργάνωσε στην ίδια πόλη το «θέατρο των Σπέιμπλ και Γκουρβίνεκ», που … Dictionary of Greek
Σλάβιτσεκ, Αντονίν — (Slavicek). Τσεχοσλοβάκος ζωγράφος (Πράγα 1870 1910). Ζωγράφισε τοπία και νεκρές φύσεις. Στην αρχή ακολούθησε την παράδοση της τσεχοσλοβακικής σχολής του ρεαλισμού αλλά αργότερα επηρεάστηκε από τον εμπρεσιονισμό. Δυο πίνακες του «Πρωινό του… … Dictionary of Greek
Σλάνσκυ, Ρούντολφ — (Slansky). Τσεχοσλοβάκος πολιτικός (Νετσβέστιτσε 1901 Πράγα 1952). Μέλος του κομμουνιστικού κόμματος της Τσεχοσλοβακίας από το 1921, εκλέχτηκε βουλευτής το 1935. Στη διάρκέια της ναζιστικής κατοχής της χώρας του, κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση και … Dictionary of Greek
Σλάντεκ, Γιόζεφ Βάκλαβ — (Sladek). Τσεχοσλοβάκος ποιητής (Ζμπίρο, Βοημία 1845 1912). Διατέλεσε καθηγητής των αγγλικών στο Πανεπιστήμιο και στο Ανώτατο Εμπορικό Ινστιτούτο της Πράγας. Για είκοσι χρόνια διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Lumir και μετάφρασε πολλά έργα ξένων … Dictionary of Greek
Χάβλιτσεκ, Γιόζεφ — (Hanlicek, Πράγα 1899 – 1962). Τσεχοσλοβάκος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής ορθολογιστικής αρχιτεκτονικής. Κατασκεύασε στη δεκαετία του 1930 πολεοδομικά σχέδια, πολλά δημόσια κτίρια,… … Dictionary of Greek
Χεϊρόφσκι, Γιαροσλάβ — (Heyrovsky, Πράγα 1890 – 1967). Τσεχοσλοβάκος χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και στο University College του Λονδίνου. Διετέλεσε διευθυντής του ινστιτούτου φυσικοχημείας και κατόπιν του πολαρογραφικού ινστιτούτου της Πράγας. Το 1959 … Dictionary of Greek